Έτσι κι εγώ μήνες και μήνες πέρασα δίχως νόημα, νύχτες ατέλειωτες γεμάτες πόνο.
έτσι και εγώ πήρα για κληρoνoμιά μήνες ματαιότητας, και μoυ διoρίστηκαν νύχτες oδυνηρές.
Ο Θεός πέτυχε το στόχο του: μου στέρησε όλους τους δικούς μου.
Θα εκπληρώσει ό,τι αποφάσισε για μένα κι ακόμα τόσα σχέδια που μου ’χει φυλαγμένα.
Μακάρι να ’μουνα όπως τους περασμένους μήνες, όπως τις μέρες που με φύλαγε ο Θεός!
Ο δούλος λαχταρά λίγη σκιά, ο κάθε εργάτης το μισθό του περιμένει.
Γιατί νεκρός κανείς δε σε θυμάται! Ποιος μες στον άδη σε δοξολογεί;
Από τους στεναγμούς μου απόκαμα· στην κλίνη μου όλη τη νύχτα κλαίω, με δάκρυα πλημμυρώ το στρώμα μου.
Είδα όλα τα έργα που γίνονται εδώ στη γη, και διαπίστωσα πως όλα είναι μάταια και σαν να κυνηγάει κανείς τον άνεμο.