Ποια δύναμη έχω να μπορεί να με κρατήσει στη ζωή; Μα και για ποιο σκοπό να ζω, όταν δεν έχω ελπίδα;
Πoια είναι η δύναμή μoυ, ώστε να εγκαρτερώ; Kαι πoιo είναι τo τέλoς μoυ, ώστε η ψυχή μoυ να υπoφέρει;
Λίγη μου μένει πια ζωή. Πάρε από μένα τις ταλαιπωρίες κι άσε με λίγη ανάπαυση να βρω,
Θες να τρομάξεις ένα φύλλο ανεμόδαρτο; θες να τα βάλεις μ’ ένα άχυρο ξερό;
Καθώς το σάπιο ξύλο καταστρέφομαι, σαν ρούχο σκοροφαγωμένο.
Η ανάσα μου είναι δύσκολη· ζωή πια δε μ’ απόμεινε, ο τάφος μου με καρτερεί.
Να κατοικήσω είν’ η ελπίδα μου στον άδη και στο σκοτάδι το κλινάρι μου να στρώσω.
Μήπως ενάντια σ’ άνθρωπο παραπονιέμαι; Έτσι έχω κάθε λόγο να ’μαι ανυπόμονος.
Σπουδαία βοήθεια έδωσες εσύ σ’ έναν αδύναμο, στήριγμα σ’ έναν εξουθενωμένο σαν εμένα!
Μήπως την αντοχή έχω του βράχου, ή μήπως από μέταλλο είν’ οι σάρκες μου;