Χύνονται απ’ των οχυρών μου τις ρωγμές κι ορμούν απάνω μου μέσ’ από τα ερείπια.
Eφορμoύν σαν δυνατή πλημμύρα, επάνω στην ερήμωσή μoυ κυλίoνται oλόγυρα.
Αυτοί οι άνθρωποι χάθηκαν πριν την ώρα τους και τα θεμέλια τους ο χείμαρρος τα πήρε.
Όλες τις διεξόδους μου τις έκοψαν και προσπαθούνε να με καταστρέψουν χωρίς να ’χουν ανάγκη να τους βοηθά κανείς.
Ο φόβος με κυρίεψε· έφυγε σαν ανέμου φύσημα η αξιοπρέπειά μου και πέρασε η ευτυχία μου σαν σύννεφο.