Κι αυτά επειδή άσκημα φέρθηκε στις στείρες και άφησε τις χήρες ανυπεράσπιστες.
Kακoπoιoύν τη στείρα, την άτεκνη· και δεν αγαθoπoιoύν τη χήρα·
Αρνήθηκες τις χήρες να βοηθήσεις κι εκμεταλλεύτηκες τα απροστάτευτα ορφανά.
Παίρνουνε το γαϊδούρι απ’ τα ορφανά, από τη χήρα αρπάζουν για ενέχυρο το βόδι.
Αυτοί που ήταν περίπου ετοιμοθάνατοι για τη βοήθειά μου μού δίναν’ την ευχή τους· κι έκανα χήρες να αισθάνονται ασφάλεια και χαρά.
Το σπίτι των περήφανων ο Κύριος το γκρεμίζει, αλλά στεριώνει τα όρια στης χήρας τον αγρό.