Δεν υποφέρει την ανάσα μου η γυναίκα μου ούτε τ’ αδέρφια μου την αποφορά μου.
H πνoή μoυ έγινε ξένη στη γυναίκα μoυ, και oι παρακλήσεις μoυ στα παιδιά τής ίδιας κoιλιάς με μένα.17
Η ανάσα μου είναι δύσκολη· ζωή πια δε μ’ απόμεινε, ο τάφος μου με καρτερεί.
Καλώ τον υπηρέτη μου κι αυτός δεν αποκρίνεται, κάθε φορά που τον χρειάζομαι θα πρέπει να τον ικετεύω.
Και τα μικρά παιδιά ακόμα δεν με σέβονται· όταν με δυσκολία σηκώνομαι, με περιπαίζουν.