Πάρε το χέρι σου από πάνω μου, ο φόβος σου να μη με τρομάζει.
To χέρι σoυ απομάκρυνέ το από μένα, και o φόβoς σoυ ας μη με τρoμάξει.
Λίγη μου μένει πια ζωή. Πάρε από μένα τις ταλαιπωρίες κι άσε με λίγη ανάπαυση να βρω,
Δε σας τρομάζει η μεγαλοσύνη του; ο φόβος του δε σας ταράζει;
Μόνο δυο πράγματα παραχώρησέ μου, Θεέ μου, κι εγώ από μπροστά σου δε θα κρυφτώ:
Λοιπόν, δεν έχεις λόγο ν’ αγωνιάς, δεν πρόκειται να σε κατατροπώσω!
Τότε πια θα ’παυε ο Θεός να με χτυπά και δε θα τον φοβόμουν,
Δεν το έπραξα όμως, από σεβασμό στο όνομά μου, για να μη βεβηλωθεί στα μάτια των εθνών, που είχαν δει ότι τους έβγαλα από την Αίγυπτο.