Καυχιέται ποτέ η αξίνα ενάντια σ’ αυτόν που τη χρησιμοποιεί; ή μήπως το πριόνι περηφανεύεται σ’ εκείνον που το δουλεύει; Σαν να μπορούσε το ραβδί να χειριστεί αυτόν που το κρατάει, σαν να μπορούσε το ξύλινο ρόπαλο εκείνον να σηκώσει, που δεν είναι από ξύλο καμωμένος.
Για το χαμό σου ακόμα και τα κυπαρίσσια χαίρονται και του Λιβάνου οι κέδροι. “Από τότε που έπεσες εσύ”, λένε, “δεν έρχεται κανένας πια για να μας κόψει”.
Τότε θα πέσεις τόσο χαμηλά, που η φωνή σου θα μοιάζει να ’ρχεται απ’ τα βάθη της γης, πνιγμένη θα φτάνει μέσα απ’ το χώμα, θ’ ακούγεται σαν τη φωνή φαντάσματος· κι ο λόγος σου σαν ψίθυρος θα βγαίνει μέσα απ’ τη γη.
Τους δούλους σου έστειλες να με προσβάλεις, εμένα, τον Κύριο, και είπες: “εγώ με τις πολλές μου άμαξες σκάλωσα στις βουνοκορφές, στις άκρες του Λιβάνου. Έκοψα τα ψηλά τα κέδρα του, τα πιο όμορφά του κυπαρίσσια, κι έφτασα στην ψηλότερη κορυφή του, στο δάσος του το πιο πυκνό.
Ακόμα κι οι μισθοφόροι της, που έχουν γίνει σαν τα παχιά μοσχάρια, δεν έμειναν να πολεμήσουν, αλλά οπισθοχώρησαν και έφυγαν. Είχε φτάσει όμως η μέρα της καταστροφής τους, ο καιρός της τιμωρίας τους.
Θα τους αφήσουμε να ζήσουν, αλλά θα τους υποχρεώσουμε να γίνουν ξυλοκόποι και νεροκουβαλητές, για ολόκληρη την κοινότητα». Αυτά εισηγήθηκαν οι αρχηγοί.