Ο Φαραώ Νεχώ τον φυλάκισε στη Ριβλά, στη χώρα της Χαμάθ, για να μη βασιλέψει αυτός στην Ιερουσαλήμ. Βασιλιά στη θέση του πατέρα του έκανε τον Ελιακίμ, γιο του Ιωσία, και τον μετονόμασε σε Ιωακίμ. Η χώρα υποχρεώθηκε να πληρώσει στο Φαραώ εκατό τάλαντα ασήμι και ένα τάλαντο χρυσάφι.
Αλλά τα δικά σου μάτια και η καρδιά βλέπουν μόνο το συμφέρον σου και δεν ενδιαφέρεσαι παρά μόνο για να φονεύεις αθώους και να καταπιέζεις σκληρά τους ανθρώπους σου.
Και πες στον εξόριστο λαό της χώρας, ότι ο Κύριος ο Θεός, λέει: “οι κάτοικοι της Ιερουσαλήμ που θα ’χουν απομείνει στη χώρα του Ισραήλ, θα φάνε το ψωμί τους με αγωνία και θα πιουν το νερό τους με φόβο, γιατί η χώρα θα ερημωθεί εξαιτίας της ανομίας των κατοίκων της.
Μέσα στη χώρα αυτή οι άρχοντές της είναι σαν λιοντάρι που βρυχιέται, καθώς κατασπαράζει τη λεία του. Καταβροχθίζουν ανθρώπους, αρπάζουν θησαυρούς και πολύτιμα πράγματα, πληθαίνουν τις χήρες.
Το αδύνατο πρόβατο δεν το δυναμώνετε και το άρρωστο δεν το γιατρεύετε· δε βάλατε επίδεσμο στο πληγωμένο ούτε φέρατε πίσω το παραστρατημένο· ούτε το χαμένο ζητήσατε να βρείτε. Αλλά φερθήκατε σ’ αυτά με βία και σκληρότητα.
Ο Κύριος, ο Θεός του σύμπαντος, λέει: «Η αλαζονεία του λαού του Ιακώβ μού προκαλεί απέχθεια και μ’ αηδιάζουν τα ωραία του ανάκτορα. Ορκίζομαι στον εαυτό μου ότι θα παραδώσω την πρωτεύουσά τους μαζί με τους κατοίκους της στην καταστροφή.
Ακούστε όλοι οι λαοί! Η γη και καθετί που ζει πάνω σ’ αυτήν, προσέξτε! Ο ίδιος ο Κύριος ο Θεός θα είναι ο κατήγορός σας, ο Κύριος από τον άγιο του ναό.