Έξοδος 18:14 - Η Αγία Γραφή με τα Δευτεροκανονικά (Παλαιά και Καινή Διαθήκη)
Όταν είδε ο πεθερός του πόσο εργαζόταν γι’ αυτούς, του είπε: «Τι είναι όλα αυτά που κάνεις για το λαό; Τι κάθεσαι εσύ και δικάζεις μόνος σου, κι ο λαός είναι στημένος μπροστά σου από το πρωί ως το βράδυ;»
Kαι βλέποντας ο πεθερός τού Mωυσή όλα όσα έκανε στον λαό, είπε: Tι είναι αυτό το πράγμα, που κάνεις στον λαό; Γιατί εσύ κάθεσαι μόνος, και ολόκληρος ο λαός στέκεται μπροστά σου από το πρωί μέχρι την εσπέρα;
Όταν είδε ο πεθερός του πόσο εργαζόταν γι’ αυτούς, του είπε: «Τι είναι όλα αυτά που κάνεις για το λαό; Τι κάθεσαι εσύ και δικάζεις μόνος σου, κι ο λαός είναι στημένος μπροστά σου από το πρωί ως το βράδυ;»
Σηκωνόταν το πρωί και στεκόταν στο πλάι του δρόμου που οδηγούσε στην πύλη. Κάθε φορά που ερχόταν στο βασιλιά για κρίση κάποιος που είχε μια διαφορά, ο Αβεσσαλώμ τον καλούσε και τον ρωτούσε: «Από ποια πόλη έρχεσαι;» Εκείνος του απαντούσε: «Ο δούλος σου είμαι από την τάδε φυλή του Ισραήλ».
Οι Κεναίοι, απόγονοι του πεθερού του Μωυσή, έφυγαν από την Ιεριχώ, την πόλη με τις φοινικιές, μαζί με τους άντρες της φυλής Ιούδα και πήγαν να εγκατασταθούν στην έρημο του Ιούδα, νότια της Αράδ, ανάμεσα στους Αμαληκίτες.