Ο βασιλιάς Εζεκίας συζήτησε με τους άρχοντές του και με όλη τη σύναξη της Ιερουσαλήμ, αν θα μπορούσαν να γιορτάσουν το Πάσχα το δεύτερο μήνα του χρόνου. Δεν είχαν μπορέσει να το γιορτάσουν στον κανονικό μήνα, γιατί οι ιερείς δεν είχαν όλοι εξαγνιστεί, ούτε ο λαός είχε συγκεντρωθεί ακόμα στην Ιερουσαλήμ. Το σχέδιο άρεσε στο βασιλιά και σ’ όλους τους συγκεντρωμένους, κι έτσι αποφάσισαν να προσκαλέσουν όλο το λαό του Ισραήλ, από Δαν έως Βέερ-Σεβά, να έρθουν στην Ιερουσαλήμ να γιορτάσουν το Πάσχα προς τιμήν του Κυρίου, του Θεού του Ισραήλ, γιατί είχαν πολύν καιρό να γιορτάσουν όλοι μαζί σύμφωνα με τη Γραφή. Ο βασιλιάς, λοιπόν, έστειλε αγγελιοφόρους σε όλες τις περιοχές του Ισραήλ και του Ιούδα κι επίσης έγραψε επιστολές στις φυλές Εφραΐμ και Μανασσή και προσκαλούσε όλο το λαό να έρθουν στο ναό να γιορτάσουν το Πάσχα του Κυρίου.
Όταν τέλειωσε η γιορτή, όλοι οι Ισραηλίτες που βρίσκονταν στην Ιερουσαλήμ, βγήκαν στις πόλεις του Ιούδα και κομμάτιασαν όλες τις πέτρινες και τις ξύλινες λατρευτικές στήλες και ισοπέδωσαν τους ιερούς τόπους με τα θυσιαστήριά τους. Τις ίδιες καταστροφές έκαναν και στην υπόλοιπη περιοχή της φυλής Ιούδα κι επίσης στις περιοχές των φυλών Βενιαμίν, Εφραΐμ και Μανασσή. Έπειτα γύρισαν καθένας στο σπίτι του, στην πόλη του.
Και σ’ όλες τις βουνοπλαγιές που καλλιεργούνται με ξινάρι, κανείς δεν θα πηγαίνει πια, γιατί γεμάτος θα ’ναι ο τόπος με αγκάθια και τριβόλια. Εκεί θα στέλνουν βόδια και πρόβατα να βόσκουν.