Ο Αμασά δεν πρόσεξε το ξίφος, που κρατούσε ο Ιωάβ στο αριστερό του χέρι. Ο τελευταίος τού το κάρφωσε στην κοιλιά και ξεχύθηκαν τα σπλάχνα του στη γη· πέθανε αμέσως, δίχως δεύτερο χτύπημα. Ύστερα ο Ιωάβ κι ο αδερφός του ο Αβισάι καταδίωξαν το Σεβά, γιο του Βιχρί.
Η πόλη μας είναι μια από τις πιο ειρηνικές και πιστές του Ισραήλ. Εσύ τώρα ζητάς να καταστρέψεις μια πόλη από τις σπουδαιότερες του Ισραήλ. Γιατί θέλεις ν’ αφανίσεις την ιδιοκτησία του Κυρίου;»
Δεν υπάρχει τέτοιο θέμα· πρόκειται μόνο για κάποιον από την ορεινή περιοχή του Εφραΐμ, με τ’ όνομα Σεβά, γιο του Βιχρί, που επαναστάτησε εναντίον του βασιλιά Δαβίδ. Παραδώστε μόνον αυτόν, κι εγώ θα λύσω την πολιορκία». «Τότε καλά», είπε η γυναίκα στον Ιωάβ. «Θα σου ρίξουν το κεφάλι του από το τείχος».
«Ποτέ να μην το κάνω αυτό, Κύριε!» είπε. «Αυτό το νερό είναι το αίμα των ανθρώπων που πήγαν να το βρουν με κίνδυνο της ζωής τους». Κι αρνήθηκε να πιει. Αυτά έκαναν οι Τρεις Επίλεκτοι.