Kαι o Iεσσαί πήρε ένα γαϊδoύρι φoρτωμένo με ψωμιά, και ένα ασκί κρασί, και ένα ερίφιo από κατσίκια, και τα έστειλε στoν Σαoύλ διαμέσου τoύ γιoυ τoυ, του Δαβίδ.
Τότε ο πατέρας τους τούς είπε: «Αφού λοιπόν είναι ανάγκη να γίνει αυτό, έτσι να κάνετε. Πάρτε στις αποσκευές σας τα καλύτερα από τα προϊόντα της χώρας για να τα προσφέρετε δώρα σ’ εκείνον τον άνθρωπο: λίγο βάλσαμο, λίγο μέλι, αρώματα, λάβδανο, φιστίκια και μύγδαλα.
Κι αυτά τα δέκα κεφάλια φρέσκο τυρί πήγαινέ τα στο χιλίαρχο. Μάθε πώς είναι οι αδερφοί σου, και πάρε απ’ αυτούς κάποιο σημάδι, για να βεβαιωθώ πως είναι καλά.
Τότε έτρεξε η Αβιγαία και πήρε διακόσια καρβέλια ψωμί, δυό ασκιά κρασί, πέντε πρόβατα έτοιμα σφαγμένα, πέντε γαβάθες ψημένο στάρι, εκατό τσαμπιά ξερή σταφίδα και διακόσιες αρμαθιές ξηρά σύκα και τα φόρτωσε στα γαϊδούρια.