Α' Βασιλειών 1:39 - Η Αγία Γραφή με τα Δευτεροκανονικά (Παλαιά και Καινή Διαθήκη)
Εκεί ο ιερέας Σαδώκ πήρε το κέρας του λαδιού από τη σκηνή και έχρισε το Σολομώντα. Μετά σάλπισαν με τη σάλπιγγα κι όλος ο λαός φώναξε: «Ζήτω ο βασιλιάς Σολομών!»
Kαι o Σαδώκ o ιερέας πήρε τo κέρατo τoυ λαδιoύ από τη σκηνή, και έχρισε τoν Σoλoμώντα. Kαι σάλπισαν με τη σάλπιγγα· και oλόκληρoς o λαός είπε: Zήτω o βασιλιάς Σoλoμώντας.
Εκεί ο ιερέας Σαδώκ πήρε το κέρας του λαδιού από τη σκηνή και έχρισε το Σολομώντα. Μετά σάλπισαν με τη σάλπιγγα κι όλος ο λαός φώναξε: «Ζήτω ο βασιλιάς Σολομών!»
Σήμερα αυτός έχει πάει και θυσιάζει βόδια, καλοθρεμμένα μοσχάρια και πρόβατα πολλά. Και μάλιστα κάλεσε στη γιορτή όλους τους γιους σου κι επίσης τον αρχιστράτηγο και τον ιερέα Αβιάθαρ. Την ίδια τούτη ώρα όλοι αυτοί τρώνε και πίνουνε μαζί του και φωνάζουν: “ζήτω ο βασιλιάς Αδωνίας!”
Εκεί, ο ιερέας Σαδώκ κι ο προφήτης Νάθαν θα τον χρίσουν βασιλιά του Ισραήλ. Μετά θα σαλπίσετε με τη σάλπιγγα και θα φωνάξετε: “ζήτω ο βασιλιάς Σολομών!”
«Εσύ ξέρεις», της είπε ο Αδωνίας, «ότι σ’ εμένα ανήκε η βασιλεία κι όλοι οι Ισραηλίτες περίμεναν ότι εγώ θα γινόμουν βασιλιάς. Αλλά η βασιλεία έφυγε από μένα και πέρασε στον αδερφό μου, γιατί έτσι το θέλησε ο Κύριος.
Τότε ο Ιεωϊαδά έφερε έξω το γιο του βασιλιά και του φόρεσε το στέμμα, του έδωσε το έγγραφο της διαθήκης και τον ανακήρυξε βασιλιά· τον έχρισαν με λάδι και όλοι χειροκροτούσαν φωνάζοντας: «Ζήτω ο βασιλιάς!»
Εκεί είδε το νεαρό βασιλιά να στέκεται πλάι στο στύλο του ναού, σύμφωνα με το έθιμο· γύρω του στέκονταν οι αξιωματικοί και οι σαλπιγκτές, κι όλος ο λαός πανηγύριζε και σάλπιζε με σάλπιγγες. Τότε η Γοθολία έσκισε τα φορέματά της και φώναξε: «Προδοσία! Προδοσία!»
Μια μέρα ο προφήτης Ελισαίος κάλεσε ένα μέλος μιας ομάδας προφητών και του είπε: «Ετοιμάσου, πάρε μαζί σου αυτό το δοχείο με το λάδι και πήγαινε στη Ραμώθ, στη Γαλαάδ.
Έτσι εκείνη την ημέρα έφαγαν και ήπιαν πανευτυχείς ενώπιον του Κυρίου. Ανακήρυξαν βασιλιά για δεύτερη φορά το Σολομώντα, γιο του Δαβίδ, και τον έχρισαν στο όνομα του Κυρίου, για να είναι αρχηγός τους. Έχρισαν και το Σαδώκ, ιερέα.
Τότε ο Ιεωϊαδά και οι γιοι του έφεραν έξω το γιο του βασιλιά, του φόρεσαν το στέμμα, του έδωσαν το έγγραφο της διαθήκης και τον ανακήρυξαν βασιλιά. Τον έχρισαν με λάδι και όλοι φώναζαν: «Ζήτω ο βασιλιάς!»
Εκεί είδε το νεαρό βασιλιά να στέκεται πλάι στο στύλο στην είσοδο του ναού. Γύρω του στέκονταν οι αξιωματικοί και οι σαλπιγκτές, κι όλος ο λαός της χώρας πανηγύριζε και σάλπιζε με σάλπιγγες, ενώ οι ψάλτες με τα μουσικά όργανα κατεύθυναν τους ύμνους. Τότε η Γοθολία έσκισε τα φορέματά της και φώναξε: «Προδοσία! Προδοσία!»
Πήρε λοιπόν ο Σαμουήλ το δοχείο με το λάδι και τον έχρισε βασιλιά μπροστά στους αδερφούς του. Τότε ήρθε το Πνεύμα του Κυρίου στο Δαβίδ κι από κείνη την ημέρα έμεινε μαζί του. Μετά ο Σαμουήλ έφυγε και γύρισε στη Ραμά.