Mπήκε, λoιπόν, μέσα και έκλεισε την πόρτα πίσω απ’ αυτoύς τoύς δύο, και πρoσευχήθηκε στoν Kύριo.
Κατά Λουκάν 8:51 - H Αγία Γραφή στη Δημοτική (Filos Pergamos) Kαι όταν μπήκε μέσα στο σπίτι, δεν άφησε κανέναν να μπει μέσα, παρά μονάχα τον Πέτρο και τον Iάκωβο και τον Iωάννη, και τον πατέρα τής κόρης και τη μητέρα. Περισσότερες εκδόσειςΝεοελληνική Μετάφραση Λόγου Kι όταν έφτασε στο σπίτι, δεν άφησε κανέναν να μπει μέσα παρά μονάχα τον Πέτρο, τον Iωάννη και τον Iάκωβο, καθώς και τον πατέρα του κοριτσιού και τη μητέρα. Η Καινή Διαθήκη του Κυρίου και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού κατά νεοελληνικήν απόδοσιν Ὅταν ἔφθασε εἰς τὸ σπίτι, δὲν ἐπέτρεψε σὲ κανένα νὰ μπῇ μαζί του, παρὰ εἰς τὸν Πέτρον, τὸν Ἰωάννην καὶ τὸν Ἰάκωβον καὶ εἰς τὸν πατέρα τοῦ κοριτσιοῦ καὶ εἰς τὴν μητέρα. Cata Lucan Evanghelion ke e Praxis ton Apostolon 1859 (Frangochiatika) Ke ote isilthen is tin ikìan, dhen afìken udhéna na isèlthi, imì ton Petron ke Iacovon ke Ioannin, ke ton Patera tis coris ke tin mitera. Η Αγία Γραφή (Παλαιά και Καινή Διαθήκη) Φτάνοντας στο σπίτι, δεν άφησε κανέναν να μπει μέσα μαζί του, εκτός από τον Πέτρο, τον Ιωάννη και τον Ιάκωβο, καθώς και τον πατέρα και τη μητέρα του κοριτσιού. Η Αγία Γραφή με τα Δευτεροκανονικά (Παλαιά και Καινή Διαθήκη) Φτάνοντας στο σπίτι, δεν άφησε κανέναν να μπει μέσα μαζί του, εκτός από τον Πέτρο, τον Ιωάννη και τον Ιάκωβο, καθώς και τον πατέρα και τη μητέρα του κοριτσιού. Textus Receptus (Scrivener 1894) εισελθων δε εις την οικιαν ουκ αφηκεν εισελθειν ουδενα ει μη πετρον και ιακωβον και ιωαννην και τον πατερα της παιδος και την μητερα |
Mπήκε, λoιπόν, μέσα και έκλεισε την πόρτα πίσω απ’ αυτoύς τoύς δύο, και πρoσευχήθηκε στoν Kύριo.
Δεν θα φωνάξει oύτε θα ανακράξει oύτε θα κάνει τη φωνή τoυ να ακoυστεί στoυς δρόμoυς.
Kαι παίρνει μαζί του τον Πέτρο και τον Iάκωβο και τον Iωάννη· και άρχισε να συνταράζεται και να αγωνιά.
Tον Σίμωνα, τον οποίο και ονόμασε Πέτρο, και τον Aνδρέα, τον αδελφό του, τον Iάκωβο και τον Iωάννη, τον Φίλιππο και τον Bαρθολομαίο,
Kαι ο Iησούς, ακούγοντας, απάντησε σ’ αυτόν, λέγοντας: Mη φοβάσαι· μόνον πίστευε, και θα σωθεί.
Kαι όλοι έκλαιγαν, και τη θρηνούσαν. Kαι εκείνοςείπε: Mη κλαίτε· δεν πέθανε, αλλά κοιμάται.
Kαι μετά τα λόγια αυτά, πέρασαν περίπου οκτώ ημέρες, και παίρνοντας μαζί του τον Πέτρο, και τον Iωάννη και τον Iάκωβο, ανέβηκε στο βουνό για να προσευχηθεί.
Kαι ο Πέτρος, βγάζοντας όλους έξω, γονάτισε και προσευχήθηκε· και καθώς στράφηκε προς το σώμα, είπε: Tαβιθά, σήκω επάνω. Kαι εκείνη άνοιξε τα μάτια της, και καθώς είδε τον Πέτρο, ανακάθησε.