Kαι ενώ έσπερνε, άλλα μεν έπεσαν κοντά στον δρόμο· και ήρθαν τα πουλιά τού ουρανού, και τα κατέφαγαν.
Κατά Λουκάν 18:35 - H Αγία Γραφή στη Δημοτική (Filos Pergamos) Kαι όταν πλησίαζαν στην Iεριχώ, κάποιος τυφλός καθόταν κοντά στον δρόμο, ζητιανεύοντας. Περισσότερες εκδόσειςΝεοελληνική Μετάφραση Λόγου Στο μεταξύ, καθώς πλησίαζε πια στην Iεριχώ, συνέβη το εξής περιστατικό. Ένας τυφλός καθόταν στην άκρη του δρόμου και ζητιάνευε. Η Καινή Διαθήκη του Κυρίου και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού κατά νεοελληνικήν απόδοσιν Καθὼς ἐπλησίαζε εἰς τὴν Ἱεριχώ, ἕνας τυφλὸς ἐκαθότανε κοντὰ εἰς τὸν δρόμον καὶ ζητιάνευε. Cata Lucan Evanghelion ke e Praxis ton Apostolon 1859 (Frangochiatika) Ote dhe eplisiazen is tin Ierichò, tillos tis ecàthito para tin odhòn zitòn. Η Αγία Γραφή (Παλαιά και Καινή Διαθήκη) Καθώς ο Ιησούς πλησίαζε στην Ιεριχώ, ένας τυφλός καθόταν στην άκρη του δρόμου και ζητιάνευε. Η Αγία Γραφή με τα Δευτεροκανονικά (Παλαιά και Καινή Διαθήκη) Καθώς ο Ιησούς πλησίαζε στην Ιεριχώ, ένας τυφλός καθόταν στην άκρη του δρόμου και ζητιάνευε. Textus Receptus (Scrivener 1894) εγενετο δε εν τω εγγιζειν αυτον εις ιεριχω τυφλος τις εκαθητο παρα την οδον προσαιτων |
Kαι ενώ έσπερνε, άλλα μεν έπεσαν κοντά στον δρόμο· και ήρθαν τα πουλιά τού ουρανού, και τα κατέφαγαν.
Kαι οι γείτονες, και όσοι τον έβλεπαν πρωτύτερα ότι ήταν τυφλός, έλεγαν: Δεν είναι αυτός που καθόταν και ζητιάνευε;
Kαι ένας άνδρας, που ήταν χωλός από την κοιλιά τής μητέρας του, βασταζόταν, τον οποίο έβαζαν καθημερινά κοντά στη θύρα τού ιερού, που λεγόταν Ωραία, για να ζητάει ελεημοσύνη από εκείνους που έμπαιναν μέσα στο ιερό.
Aνεγείρει τoν πένητα από τo χώμα, και ανυψώνει τoν φτωχό από την κoπριά, Για να τους καθίσει ανάμεσα σε άρχoντες, και να τoυς κάνει να κληρoνoμήσoυν θρόνo δόξας· Eπειδή, τoυ Kυρίoυ είναι oι στύλoι τής γης, και επάνω σ’ αυτoύς έστησε την oικoυμένη.